7. Η ΓΥΜΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ


Η λέξη γυμναστής προέρχεται από την λέξη "γυμνός".
Ο γυμναστής ήταν ο εργάτης του γυμναστηρίου. Ήταν αυτός που γύμναζε τους γυμνούς νέους.
Για τους προηγμένους σε πολιτισμό λαούς, η γυμνότητα είναι εκ πρώτης όψεως ντροπή. Για τους αρχαίους Έλληνες η γυμνότητα δεν ήταν ντροπή, γιατί ο αθλητής ήταν ντυμένος στη συνείδηση των πολλών με την αρετή και την ανδρεία.
Η γυμνότητα δεν είχε μόνο σκοπό να διευκολύνει τον αθλούμενο στην κίνηση, αλλά να δείξει και στον θεατή τα σωματικά και ψυχικά χαρίσματά του.
Πίστευαν οι αρχαίοι πως οι θεοί ευχαριστιούνται με το να βλέπουν το τέλειο γυμνό σώμα. Έτσι λοιπόν έπρεπε οι αθλητές να φροντίζουν για την "ευρωστία" τους, δηλαδή την σωματική τους και ψυχική τους δύναμη, ώστε να μην ντρέπονται όταν έπρεπε να γυμνωθούν.
Ο ασκούμενος πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο, έπρεπε ν' αφήσει έξω από το γυμνάσιο τα όπλα που τον προστάτευαν στις εμπόλεμες ημέρες, ακόμα και τα ενδύματά του, που τον προστάτευαν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Έπρεπε να διώξει από μέσα του ό,τι άσχημο σκεφτόταν: το μίσος, τον φθόνο, την επιθετικότητα. Έπρεπε να αισθάνεται ελεύθερος με προοπτική ν' απαλλαγεί από τα δεσμά που τον κρατούσαν δέσμιο με την ύλη.
Αυτός έπρεπε να είναι ο αγωνιζόμενος γυμνός.
Ο απαλλαγμένος από υλικές προστασίες. Ο άυλος, ο τέλειος, ο ελεύθερος. Αυτή την συνείδηση θέλησαν με τους αγώνες να καλλιεργήσουν οι αρχαίοι Έλληνες στους αθλητές.


Προηγούμενο Kεφάλαιο Επιστροφή Στα περιεχόμενα Επόμενο Κεφάλαιο